- νώμος
- οο ώμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε από συνεκφορά τού -ν τού άρθρου με το ουσ. ώμος: τού ώμο > νώμος (πρβλ. τον οικοκύρη > νοικοκύρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Sophocle — Buste de Sophocle Nom de naissance Σοφοκλῆς / Sophoklễs Activités … Wikipédia en Français
νωμίτης — ο [νώμος] 1. το μέρος τού ενδύματος που βρίσκεται στον ώμο ή γύρω από αυτόν 2. κομμάτι χοντρού υφάσματος το οποίο τοποθετούν οι αχθοφόροι στον ώμο προκειμένου να σηκώσουν βάρος πάνω σε αυτόν … Dictionary of Greek